ΣΤΑ ΜΕΣΑ της δεκαετίας του εβδομήντα βρέθηκα στην Ιταλία για σπουδές…Ήταν δύο χρόνια αφ’ ότου είχε πέσει η χούντα στην Ελλάδα και το ένοιωθες ότι πολλοί από τους έλληνες φοιτητές που είχαν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της επταετίας στην Ιταλία, έψαχναν να βρουν τον ρυθμό τους…Αντίθετοι στο καθεστώς των συνταγματαρχών οι περισσότεροι εξ αυτών, είχαν βάλει σε δεύτερη μοίρα τις σπουδές τους, λειτουργώντας ολ’ αυτά τα χρόνια περισσότερο ως αντιστασιακοί και λιγότερο ως φοιτητές…Ήταν λοιπόν η ώρα κάποιοι να εντατικοποιήσουν το διάβασμα για να καλύψουν τον χαμένο χρόνο και κάποιοι άλλοι να αποφασίσουν αν πλέον η πολιτική θάταν το μέλλον τους…
ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ αυτό σταυροδρόμι, ο καθένας το πήρε διαφορετικά: άλλοι «ξανάγιναν» φοιτητές και με εντατική δουλειά πήραν το πτυχίο, άλλοι γύρισαν άπραγοι στην Ελλάδα ή έμειναν στην Ιταλία για να δουλέψουν και άλλοι μπήκαν στην πολιτική κι αργότερα έγιναν βουλευτές κι υπουργοί, μάλιστα μερικοί εξ αυτών μας κυβερνούν ακόμα…Υπήρξαν και κάποιοι όμως, που λόγω της θητείας τους στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (γιατί το ΚΚΕ είχε εν τω μεταξύ νομιμοποιηθεί) βίωσαν ένα αδιέξοδο: θέσεις στην πολιτική ζωή δεν υπήρχαν γι αυτούς, τα αμφιθέατρα στα οποία είχαν ως τότε πρωταγωνιστικό ρόλο άρχισαν να φθίνουν, η δε σχέση τους με την αγορά εργασίας ήταν προβληματική για ιδεολογικούς λόγους…Το μόνο που ήξεραν να κάνουν καλά ήταν να αγωνίζονται κατά της χούντας και καθώς χούντα δεν υπήρχε πλέον, έπρεπε να ανακαλύψουν έναν τρόπο ώστε να καλύψουν το κενό και να αντιμετωπίσουν το υπαρξιακό τους πρόβλημα…Η «κατασκευή» που έκαναν λοιπόν στο μυαλό τους συνοψίζονταν στο περίφημο «η χούντα συνεχίζεται με πολιτικά μέσα κι εμείς συνεχίζουμε τον αγώνα για να την ανατρέψουμε»…Μια «κατασκευή» που κράτησε αρκετούς εξ αυτών ομήρους μιας εμμονής στην αντίσταση για πολλά χρόνια μετά τη μεταπολίτευση…Πιθανότατα ως την εξάρθρωση της 17 ΝΟΕΜΒΡΗ, καθώς το βιογραφικό του Γιωτόπουλου π.χ. ταιριάζει στην «ιταλική περιπέτεια» που περιέγραψα, με τη διαφορά ότι εξελίχθηκε στην Γαλλία της ίδιας πάντως χρονικής περιόδου…
ΓΙΑΤΙ ξαφνικά τα θυμήθηκα ολ’ αυτά; Γιατί τον τελευταίο καιρό γίνεται από πολλές πλευρές η ίδια εμφατική αναφορά στον όρο «χούντα»: η «χούντα» που μας έφερε η τρόικα, η «χούντα» που μας κυβερνάει, η «χούντα» που μας έδεσε χειροπόδαρα, η «χούντα» που ψήφισε το μεσοπρόθεσμο, η «χούντα» που δεν δίνει την πλατεία στον Μίκη, η «χούντα» που (υποτίθεται ότι) κυνηγάει τον Λαζόπουλο, η «χούντα» που κρύβει την αλήθεια από τον λαό και λοιπά και λοιπά…
ΔΕΝ ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ ότι ζούμε σε μια από τις καλύτερες δημοκρατίες του κόσμου, αλλά η κατάχρηση που κάνουμε στον όρο «χούντα» αδικεί την κρίση μας…Θυμίζει δε, τους άλλοτε αντιστασιακούς φοιτητές της Ιταλίας σε τούτο: είναι η «κατασκευή» που επιτρέπει στους «μπαχαλάκηδες» να ρημάζουν την Αθήνα και την Αριστερά να ενδιαφέρεται για τις δήθεν «ειδικές σχέσεις» τους με την Αστυνομία…Που νομιμοποιεί κάθε είδους διαμαρτυρία (ακόμη και της πιο ακραίας μορφής) ως λογική αφού υποτίθεται ότι απευθύνεται σε ένα ανελεύθερο καθεστώς…Μέχρι κι ο κ. Σαμαράς προχθές μίλησε για «παρακράτος»!…Προφανώς, πείστηκε κι ο ίδιος ότι ζει μια νέα «χούντα» και όταν κοιτάζεται στον «καθρέφτη» πιστεύει πως ο ίδιος εκπροσωπεί τη νέα μεταπολίτευση!...
ΑΥΤΗ είναι κι η μόνη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην «κατασκευή» που κάλυπτε το υπαρξιακό αδιέξοδο των φοιτητών της δεκαετίας του εβδομήντα στην Ιταλία και στη σημερινή: τότε αφορούσε μια μικρή μειοψηφία των φοιτητών της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς…Σήμερα αφορά ένα τεράστιο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας…Αυτό κανείς δεν ξέρει που θα οδηγήσει: ήδη η συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας τείνει να δικαιώσει τους εξτρεμισμούς των εξαρθρωθεισών άλλοτε «επαναστατικών οργανώσεων»…Τα γιαούρτια, τα νερά και οι προπηλακισμοί του πολιτικού προσωπικού (ξυλοδαρμός Χατζηδάκη κ.λ.π.) που τυγχάνουν μάλιστα της αποδοχής ενός ευρέος τμήματος της κοινωνίας, είναι μόνο η αρχή. Ας ελπίσουμε ότι η «κατασκευή» που έκαναν κάποιοι στο μυαλό τους δεν θα έχει χειρότερες συνέπειες…
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ…
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ υπουργός Προστασίας του Οπλίτη άκουσε φασαρία κάτω στο δρόμο και σηκώθηκε από το γραφείο του. Πήγε μέχρι το παράθυρο και κοίταξε κάτω στην πλατεία. Καπνοί από δακρυγόνα, επεισόδια και μάχες σώμα με σώμα συνέθεταν ένα σκηνικό πολέμου. Τα παιδιά, οι ΜΑΤατζήδες, προσπαθούσαν να καθαρίσουν την πλατεία από τα ταραχοποιά στοιχεία που είχαν εισέλθει σε αυτήν.
Η οσμή των δακρυγόνων και η ένταση ανέβηκε μέχρι το γραφείο του. Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Το λάτρευε αυτό το υπουργείο. Αυτό ήταν που ήθελε πάντα.
Όταν τον είχε ρωτήσει ο πρωθυπουργός σε ποιο πόστο ήθελε να πάει του είχε απαντήσει χωρίς καν να σκεφτεί:
-Πρόεδρε, δεν θέλω το Πράσινης Ανάπτυξης, το Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ή κάτι παρόμοιο. Αυτά είναι για τίποτα αδερφές. Εγώ θέλω αυτό της προστασίας του πολίτη. Αυτό είναι υπουργείο για άντρες, δεν είναι παίξε-γέλασε.
Ο πρωθυπουργός βέβαια του έκανε το χατίρι γιατί δεν ήθελε να χάσει ένα στέλεχος τέτοιου βεληνεκούς.
Ξανακοίταξε κάτω και είδε έναν νεαρό ΜΑΤατζή να απωθεί έναν αναρχικό καμιά 60αριά χρονών. Τον πήγαινε κωλοφεράντζα.
Χασκογέλασε ο υπουργός βλέποντας τον ζήλο του νεαρού ΜΑΤατζή.
Η ένταση πλέον τον είχε διαπεράσει, είχε κυριεύσει κάθε ίνα του κορμιού του. Τι του θύμιζε ο ζήλος αυτού του νεαρού…
Αστραπιαία ήρθε στο νου του η εποχή που έκανε αντίσταση στη χούντα.
Όταν έριξε με τους συντρόφους Λαλιώτη και Τζουμάκα έναν κεσέ γιαούρτι σε μια κλούβα της αστυνομίας… Όταν τα είχε φτιάξει με την κόρη ενός αστυνόμου με σκοπό να την διαφθείρει για να χτυπήσει από μέσα το σύστημα… Όταν έπαιρνε σβάρνα τις καφετέριες και έλεγε ανέκδοτα για τον δικτάτορα Παπαδόπουλο…
Πόσο απερίσκεπτος ήταν τότε… Πόσο κοντά είχε φτάσει στο θάνατο…
Το τηλέφωνο χτύπησε και τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του. Μια φωνή του είπε ότι είχαν τελειώσει τα αποθέματα των δακρυγόνων.
-Ρίξτε απ’ τα ληγμένα, είπε αποφασιστικά.
Έκλεισε το τηλέφωνο και μουρμούρισε εκνευρισμένος:
-Μα δεν μπορούν να πάρουν καμιά πρωτοβουλία; Όλα από μένα τα περιμένουν;
Ξαναπήγε στο παράθυρο.
Κάτω δεν είχε αλλάξει τίποτα: Ορδές από διαδηλωτές, εξαγριωμένοι τουρίστες με τα παιδιά τους, ηλικιωμένοι χούλιγκανς εφορμούσαν με ένα αφιονισμένο μίσος ενάντια καταπάνω στους ΜΑΤατζήδες, και αυτοί προσπαθούσαν αμυνόμενοι να τους απωθήσουν. Του φάνηκε ακατανόητο αυτό το μίσος.
Η σκέψη του πάλι ταξίδεψε στα παλιά. Τόσοι αγώνες… Τόσες θυσίες…
Αν δεν υπήρχε αυτή η γενιά, η δικιά του γενιά που είχε κρατήσει την Ελλάδα όρθια, πόσο χαμηλά θα είχε πέσει αυτή η χώρα; αναρωτήθηκε.